- κινδυνεύων
- κινδῡνεύων , κινδυνεύωto be daringpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιπλέω — ΜΑ [ἐπιπλέω] συμμετέχω σε ναυτική εκστρατεία («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek